ανονείρευτος

ανονείρευτος
-η, -ο
1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν βλέπει όνειρα
2. (για τον ύπνο) ο ύπνος κατά τον οποίο δεν βλέπει κανείς όνειρα
3. μτφ. απροσδόκητος, ανέλπιστος
4. ο μη ονειροπόλος, ρεαλιστής, θετικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”